- ζημίωμα
- ζημίωμα, τὸ (Α) [ζημιώ]1. ποινή, τιμωρία («ἀταξίας ζημίωμα», Ξεν.)2. πρόστιμο3. το δικαίωμα να επιβάλλει κάποιος τιμωρία4. απώλεια, φθορά, βλάβη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζημίωμα — penalty neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζημιωμάτων — ζημίωμα penalty neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζημιώματα — ζημίωμα penalty neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζημιώματι — ζημίωμα penalty neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζημιώματος — ζημίωμα penalty neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)